- ψωμοζήτης
- ο, Νεπαίτης, ζητιάνος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψωμί + ζητώ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψωμοζήτης — ο επαίτης, ζητιάνος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοθρής — ο, θηλ. κορθού 1. αυτός που ζητιανεύει ξεροκόμματα, ζητιάνος, ψωμοζήτης 2. ευτελής συμφεροντολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοθρί «ξεροκόμματο»] … Dictionary of Greek
ψωμοζητιά — η, Ν [ψωμοζήτης] επαιτεία, ζητιανιά … Dictionary of Greek
ψωμοζητώ — άω, Ν [ψωμοζήτης] ζητιανεύω … Dictionary of Greek